καρδιοδηκτος

καρδιοδηκτος
    καρδιόδηκτος
    καρδιό-δηκτος
    2
    гложущий сердце, удручающий
    

(κράτος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καρδιοδηκτος" в других словарях:

  • καρδιόδηκτος — καρδιόδηκτος, ον (Α) αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιά («κράτος καρδιόδηκτον» δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • καρδιόδηκτον — καρδιόδηκτος gnawing the heart masc/fem acc sg καρδιόδηκτος gnawing the heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπιδόδηκτος — ἀσπιδόδηκτος, ον (Α) αυτός που τον δάγκωσε ασπίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + δηκτος < δάκνω (πρβλ. άδηκτος, καρδιόδηκτος)] …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»